ατιμάζομαι

ατιμάζομαι
ατιμάζομαι, ατιμάστηκα, ατιμασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀτιμάζομαι — ἀτῑμάζομαι , ἀτιμάζω hold in no honour pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοατιμάζομαι — ατιμάζομαι από κάποιον και συγχρόνως τόν ατιμάζω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ατιμάζω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοατίμαση] …   Dictionary of Greek

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • μασκαρεύω — και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)] 1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω 2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω 3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι α) ατιμάζομαι β) αστειεύομαι, περιπαίζω …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • συνατιμούμαι — όομαι, Α ατιμάζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτιμῶ/ ώνω «ντροπιάζω, εξευτελίζω» (< ἄτιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”